- εξαερώνομαι
- εξαερώνομαι, εξαερώθηκα, εξαερωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αιθερούμαι — αἰθεροῡμαι ( όομαι Α) [αἰθήρ] εξαερώνομαι αρχ. διαμένω στον αιθέρα … Dictionary of Greek
αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… … Dictionary of Greek
καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
πνευματώ — όω, Α [πνεύμα, ατος] 1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω 2. προκαλώ φούσκωμα 3. φουσκώνω 4. έχω άσθμα 5. (για ανέμους) αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή 6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ… … Dictionary of Greek
συναναθυμιώμαι — άομαι, Α καίγομαι ως θυμίαμα μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθυμιῶμαι «εξατμίζομαι, εξαερώνομαι»] … Dictionary of Greek